Δεκαεπτά Κλωστές
Τότε κατέβηκαν από τον ουρανό οι δεκάδες ιστορίες που ο Καστελάνης είχε ακούσει στη φυλακή, στο λιμάνι και τα καταγώγια. Σαν πύρινες γλώσσες σε μια δαιμονική επιφοίτηση έμπαιναν στο μυαλό του οι ζωές των ανθρώπων που είχε γνωρίσει. Με αστραπιαία ταχύτητα φίλτραρε με τον νου του τις πιο σκληρές και άδικες. Πόρνες, χαμίνια, μικροαπατεώνες, όλοι όσοι είχαν δει το απάνθρωπο πρόσωπο της κοινωνίας που τους είχε οδηγήσει σε μια ζωή φτώχειας, εγκλήματος και αποκλεισμού, χωρίς να την έχουν πραγματικά επιλέξει οι ίδιοι. Οι γλώσσες έγλειφαν κάθε χαραμάδα του μυαλού του και του ψιθύριζαν σαν Σειρήνες «Εκδικήσου!»
Άρχισε να ψιχαλίζει. Οι λεπτές στάλες της βροχής δρόσισαν τον Καστελάνη μέσα στην κάψα του φονικού. Αναμείχθηκαν με τον ιδρώτα του και κυλούσαν επάνω στο πρόσωπό του, γεμίζοντάς το με φρικιαστικές χωμάτινες ραβδώσεις από τη σκόνη που είχε καθίσει πάνω του όσο περπατούσε στις ερημιές. Η όψη του έγινε πιο τρομακτική.
Τώρα χόρευε μες στην ψιχάλα έναν απόκρυφο δαιμονικό χορό. Τα ουρλιαχτά και ο απαλός ήχος της βροχής ήταν η μουσική στον χορό του. Δεν χτυπούσε πλέον στο ψαχνό, όμως το διασκέδαζε αφάνταστα. Οι γλώσσες στο μυαλό του τον επευφημούσαν και του έλεγαν να συνεχίσει με το ίδιο πάθος.