Τα 60+1 Αγαπημένα 1Η Έκδοση
Η φωτιά που με καίει για να περνώ από τον εαυτό μου
στα θαύματα. Για να είναι το ανέγγιχτο
η προέκταση των χεριών μου το αθέατο η πείνα
για τους άλλους οφθαλμούς: η παραληρηματική μας όραση.
Ας έρθει λοιπόν να κατακάψει εκείνο που πονούσα
σαρκωμένο στο χτες και καθόλου στο αύριο.
Όταν το ξύλο παλιώνει ονειρεύεται τη λάμψη του.
Α, το κομμένο χέρι μου είναι μάτι, η θλίψη μου είναι
μουσική το καθετί που λείπει είναι όνειρο,
με πονεί και το ζωγραφίζω. Είναι τάφος και μήτρα.
Το κάθε καρφί κι η κάθε λέξη που γράφω
γίνεται φύλλο στον ουρανό.
Μιλώ με τις πέτρες, χορταίνω μια βαθύτερη πείνα
με λέξεις καρπούς.
Κατεβαίνω – γυμνός πλησιάζω τον κόσμο
απ’ τη μεριά της τρέλας του από καιόμενα όνειρα
πλησιάζω τη νύχτα απ’ το πλευρό του φόβου σας.
Παραμιλώ μεσημέρι στον ύπνο.
Παραμιλώ μεσημέρι στο θάνατο.
Η θλίψη μου είναι μουσική. Τα γαβγίσματά μου
α, τα γαβγίσματά μου είναι πράσινα και μικρά.
Είναι γεμάτα πουλιά και οράματα.
[Από τη συλλογή “Νύχτα εφημερίας”]