Νεαρό άσπρο ελάφι
«… Το άσπρο όµως ελάφι… Όποιος το έχει δοκιµάσει θα σε διαβεβαιώσει πως η ευτυχία µπορεί να εδρεύει και στον ουρανίσκο. Όποιος το έχει γευτεί έχει γευτεί παράδεισο.
Τη στιγµή του βίαιου θανάτου του το νεαρό άσπρο ελάφι εκκρίνει µιαν ουσία ψυχοτρόπο, αγχολυτική, αφροδισιακή, που δεν έχει ανιχνευτεί πουθένα αλλού στη φύση. Που δεν έχει παρασκευαστεί σε κανένα εργαστήριο. Το νεαρό άσπρο ελάφι σκλαβώνει ισόβια όσους ποτέ το έφαγαν. Στην προοπτική µιας δεύτερης φοράς είναι πρόθυµοι να πατήσουν όρκους, να γκρεµίσουν τον κόσµο τους, να προδώσουν τους ανθρώπους τους. Γιατί να σταθώ εγώ εξαίρεση;»
Πρώην συγγραφέας, πρώην άνθρωπος του κόσµου, πρώην όµορφος, ο Μηνάς Αβλάµης έχει αποσυρθεί εδώ και εφτά χρόνια στην Κέρκυρα. Έχει διαλέξει µια καθηµερινότητα κενή από συγκινήσεις και από κραδασµούς. Είναι αποφασισµένος να µην την αλλάξει ποτέ και για κανένα λόγο.
Το νεαρό άσπρο ελάφι θα τον ξαναβγάλει ξαφνικά στον δρόµο και θα τον οδηγήσει σε µια πόλη αλλόκοτη της Δυτικής Μακεδονίας. Εκεί θα έρθει αντιµέτωπος µε ολόκληρο το παρελθόν του. Τα πιο δικά του πρόσωπα, οι πιο έντονες σχέσεις της ζωής του, θα τον κυκλώσουν για να τον δικάσουν ή για να τον συγχωρήσουν.
Μονάχα όµως ο ίδιος ο Μηνάς Αβλάµης µπορεί να εξιλεωθεί για τη φριχτή, κρυφή αµαρτία που τον συνέτριψε ένα απόγευµα ανοιχτά της Τήνου…
Ο Φοίνικας
Εµπνευσµένος από τον έρωτα της Εύας Πάλµερ και του Άγγελου Σικελιανού —µα όχι προσηλωµένος στα αληθινά γεγονότα— ο Φοίνικας είναι το πιο φιλόδοξο έργο του Χωµενίδη.
Καλύπτει εβδοµήντα σχεδόν χρόνια, από το 1860 έως το 1927. Κινείται από τα βοσκοτόπια της Πάρνηθας µέχρι τη Νέα Υόρκη των αρχών του 20ού αιώνα κι από το «µαύρο 1897» ίσαµε τους Βαλκανικούς Πολέµους, τη Μικρασιατική Καταστροφή, τη µεσοπολεµική Αθήνα, το Πήλιο, τους Δελφούς… Ένα πλήθος ιστορικών προσώπων —ή µυθιστορηµατικών αντανακλάσεών τους— παρελαύνει στις σελίδες του. Από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, τον Κωστή Παλαµά, την Κυβέλη έως τον Κώστα Καρυωτάκη, τον λαϊκό ζωγράφο Θεόφιλο, τον Μάρκο Βαµβακάρη…
Κυρίως όµως ο Φοίνικας δεν αφήνει ανέγγιχτο κανένα από τα µεγάλα, τα διαχρονικά ζητήµατα. Την καταγωγή και την ταυτότητα του καθενός, τον έρωτα, τη γονεϊκότητα, τις ολισθηρές στροφές του βίου, την πίστη και την προδοσία, την αγωνία για ένα νόηµα που θα υπερβαίνει τον θάνατο.
Ο φοίνικας, το εµβληµατικό πουλί που αιώνια καίγεται από την ίδια τη φωτιά του και αιώνια ξαναγεννιέται από τις στάχτες του, κυριαρχεί —έστω και αθέατος— από την αρχή του µυθιστορήµατος. Και αποθεώνεται στο τέλος του.
Ο βασιλιάς της
«Δεν ήταν για σένα, Μενέλαε, η Ελένη...» µου ’χε πει κάποτε ο Οδυσσέας.
«Για κανέναν δεν ήταν. Τέτοια οµορφιά πόσο να την αντέξεις;»
Ακούγονταν πειστικά τα λόγια του. Ότι µε έπνιγε η καλλονή της ή το πένθος της ή η µπερδεµένη, αξεδίψαστη ψυχή της. Έπειθαν. Μα δεν ίσχυαν. Ακούστε τη δική µου αλήθεια.
Την άφησα να φύγει επειδή την αγαπούσα. Και ήξερα, ένιωθα, λαχταρούσα να ξαναρχίσει τη ζωή της αλλιώς. Τι θα πει αγαπάω; Ανάθεµα αν έχετε προφέρει αυτό το ρήµα πέντε φορές σε όλη σας τη ζωή, τις τέσσερις για τη µάνα σας. Το τρέµετε – σας έχουν µάθει να το τρέµετε. Αγαπάω σηµαίνει γίνοµαι εκείνη που αγαπάω. Η µοίρα της δική µου µοίρα. Αν πέθαινε η Ελένη, θα θαβόταν η καρδιά µου. Όταν την είδα να σαλπάρει µε τον Πάρη, φρέσκος αέρας, δροσερός, φύσηξε εντός µου.
«Σου άρπαξε τη γυναίκα το κωλόπαιδο!» Καγχάζω. Μου ανήκε η Ελένη; Δε µας ανήκει τίποτα – το παρελθόν; το µέλλον; ό,τι µπορούµε να αγκαλιάσουµε ή να κουβαλήσουµε στην πλάτη µας; όχι! τίποτα, τίποτα! Τη στιγµή µόνο έχουµε. Και για να µη µας φύγει, τη λιώνουµε µες στην παλάµη µας. Εγώ δεν την έλιωσα τη στιγµή. Την άφησα να φτερουγίσει. Μακριά µου.
Η ιστορία µας βάφτηκε στο αίµα και στο ψέµα. Συνέβησαν όλα διαφορετικά από ό,τι τα έχετε ακούσει, συνέβησαν πάντως και θα ξανασυµβούν χίλιες χιλιάδες φορές ως τη συντέλεια του κόσµου – και λοιπόν; Βρίσκετε τίποτα ωραίο σε αυτά;
Ωραίο ήταν το δειλινό που το ’σκασε η Ελένη µε τον Μενέλαο. Ωραίο ήταν το χάραµα που ανοίχτηκε στο πέλαγος µε τον Πάρη. Παραδοµένη στη θεϊκή χαρά της. Εγκαταλείποντας τα πάντα πίσω της. Αυτό θα έπρεπε να ψάλλουν οι αοιδοί.