Τολμηρός, με ατελείωτη όρεξη να γνωρίσει τον κόσμο αψηφώντας τους κινδύνους που ελλοχεύουν, πόσο μάλλον για ένα γάτο, ο Τζον Αφεντούλης ταξίδεψε παντού. Έφτασε μέχρι την Αμερική, λαθρεπιβάτης στα αμπάρια ενός πλοίου. Έγινε μεγιστάνας, έκανε περιουσία τεράστια και την έχασε μέσα σε μία νύχτα. Και λαθρεπιβάτης ξανά, με ένα μπογαλάκι με όλα του τα υπάρχοντα, γύρισε πίσω στην πατρίδα του, που τόσο είχε νοσταλγήσει.
Όλα όμως στην παλιά του γειτονιά είχαν αλλάξει. Φτωχός και ξεπαγιασμένος βλέπει στην αυλή κάποιου χαλάσματος ένα ξύλινο σκυλόσπιτο. Μπήκε μέσα με δισταγμό. Ήταν άδειο και έμοιαζε εγκαταλελειμμένο. Μια βαριά σκιά και μια ζεστή ανάσα τον τίναξαν από τον ύπνο.
“Με λένε Ουίσκι. Μη με φοβάσαι, δύσκολο πράγμα η παγωνιά, αλλά η μοναξιά ακόμη δυσκολότερη”, ήταν οι πρώτες κουβέντες του λυκόσκυλου στον Τζον Αφεντούλη, που σήμαναν ταυτόχρονα και την αρχή μιας δυνατής και ασυνήθιστης φιλίας.
Όλοι στη γειτονιά τους κοίταζαν με μισό μάτι, άλλοι τους χλεύαζαν ανοιχτά κι άλλοι τους κακολογούσαν πίσω από την πλάτη τους. “Μα πού ακούστηκε φιλία γάτου με σκύλο; Πάει, χάλασε ο κόσμος”, έλεγαν όλοι. Όμως οι δύο φίλοι δεν το έβαλαν κάτω. Με τα παιχνιδιάρικα κατορθώματά τους άρχισαν να σκορπίζουν τη χαρά στη γειτονιά, μέχρι που έμαθαν σε μικρούς και μεγάλους να κελαηδούν, ενώ οι ίδιοι ταξίδευαν συχνά σε φανταστικούς πλανήτες μ’ ένα χάρτινο καράβι από εφημερίδες.